δατούρα

δατούρα
(datura).Γένος φυτών της οικογένειας των σολανιδών. Περιλαμβάνει 15 είδη και ανάμεσά τους ένα αυτοφυές ελληνικό. Είναι φυτά ποώδη, θαμνώδη ή και δενδρώδη, έχουν χαρακτηριστική τετράχωρη ωοθήκη και περιέχουν ναρκωτικές και δηλητηριώδεις ουσίες. Στην Ελλάδα υπάρχει το αυτοφυές είδος δ. η στραμώνεια (ή τάτουλα, στραμώνιο και πορδόχορτο),που προέρχεται από την Αμερική και συναντάται σε όλη τη χώρα σε ακαλλιέργητους τόπους. Είναι μονοετές πολύμορφο ποώδες φυτό, με μεγάλα λευκά άνθη σε σχήμα χοάνης και καρπό κάψα, που ανοίγει με τέσσερις βαλβίδες και έχει αγκάθινο περίβλημα. Σήμερα καλλιεργούνται δ. με καρπούς χωρίς αγκάθια για τα φαρμακευτικά χρήσιμα φύλλα τους (κατασκευή αντιασθματικών τσιγάρων) και τα σπέρματά τους που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή βάμματος και εκχυλίσματος. Μερικά άλλα είδη δ. καλλιεργούνται για το ωραίο φύλλωμά τους και τα καλλωπιστικά άνθη τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραμώνιο — Κοινό όνομα του φυτού δατούρα η στραμώνιος της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Ετήσια πόα, κατάγεται από τις περιοχές, τις γύρω από την Κασπία θάλασσα, αλλά το βρίσκουμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε ακαλλιέργητους και πετρώδεις τόπους.… …   Dictionary of Greek

  • πορδόχορτο — και πορδοχόρταρο, το, Ν 1. κοινή ονομασία τού φυτού νιγέλλα η δαμασκηνή, αλλ. κατσουλόχορτο 2. κοινή ονομασία τού φυτού δατούρα το στραμώνιο, αλλ. βρομόχορτο …   Dictionary of Greek

  • σκροφουλαριώδη — τα, Ν Βοτ. μεγάλη τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 18 οικογένειες, 870 περίπου γένη και 11.800 περίπου είδη, η οποία παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει είδη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως είναι η βερόνικα,… …   Dictionary of Greek

  • σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… …   Dictionary of Greek

  • τάτλας — και τάτουλας, ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Datura stramonium τού γένους φυτών δατούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονομ. διάλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”